- ὑμνίον
- ὑμνέωsing ofpres part act masc voc sg (doric)ὑμνέωsing ofpres part act neut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθύμνιο(ν) — το (Μ μεθύμνιον) εκκλ. αυτό που βρίσκεται στο τέλος ύμνου μσν. (κατά τον Φώτ.) «ἡ μετὰ μέθης ᾠδή». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὕμνος (πρβλ. εφ ύμνιον] … Dictionary of Greek